ἑπτάπυργος — seven towered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτάπυργον — ἑπτάπυργος seven towered masc/fem acc sg ἑπτάπυργος seven towered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταπύργους — ἑπτάπυργος seven towered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτάπυργα — ἑπτάπυργος seven towered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτάπυργοι — ἑπτάπυργος seven towered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek