επτάπυργος

επτάπυργος
ἑπτάπυργος, -ον (Α)
1. (για οχυρωμένη περιοχή) με επτά πύργους («εἴ τι πείσεται ἑπτάπυργος ἅδε γᾱ», Ευρ.)
2. αυτός που προέρχεται από επτά γενναίους άντρες («οὕτως ἡ ἑπτάπυργος τών νεανίσκων εὐλογιστία... τὴν τῶν παθῶν ἐνίκησεν ἀκολασίαν», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἑπτάπυργος — seven towered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπτάπυργον — ἑπτάπυργος seven towered masc/fem acc sg ἑπτάπυργος seven towered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπταπύργους — ἑπτάπυργος seven towered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπτάπυργα — ἑπτάπυργος seven towered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπτάπυργοι — ἑπτάπυργος seven towered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ …   Dictionary of Greek

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”